-
1 Ακραγαντίνων
-
2 Ἀκραγαντίνων
-
3 Ἀκραγαντῖνος
Ἀκρᾰγαντῑνος pro subs.1 a citizen of Akragas εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων, Ἀκραγαντίνων φάος Xenokrates I. 2.17 -
4 γεραίρω
1 do honour, bring honour toκλεινὰν Ἀκράγαντα γεραίρων εὔχομαι O. 3.2
βωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν ἑορταῖς θεῶν ( ἐγέραιρεν v. l.: sc. Ἡρακλέης) O. 5.5 δᾶμον γεραίρων (sc. Ἱέρων) P. 1.70 Αἰακίδας ἐγέραιρεν ματρόπολίν τε (sc. Πυθέας: ἐγέραρεν coni. Callierges) N. 5.8 οἵ σε (= Ἑστίαν)γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον N. 11.5
( Ποσειδᾶν)εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων, Ἀκραγαντίνων φάος I. 2.17
γεραίρετέ μιν, ὃς Ἴσθμιον ἂν νάπος Δωρίων ἔλαχεν σελίνων (Bothe: γεραίρεται codex) I. 8.62 -
5 εὐάρματος
εὐάρμᾰτος, -ον1 with splendid chariotεὐάρματος Ἱέρων P. 2.5
εὐάρματον πόλιν Cyrene P. 4.7εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων, Ἀκραγαντίνων φάος I. 2.17
εὐάρματε Θήβα fr. 195. -
6 φάος
φᾰος (φάος, -ει, -ος.)a lit.,I lightἔφλεξεν εὐώπιδος σελάνας ἐρατὸν φάος O. 10.75
esp., light of day,φάει δὲ πρόσωπον ἐν καθαρῷ νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἐπαγγελεῖ P. 6.14
ἄνευ σέθεν οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν N. 7.3
ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2. νεκρὸν ἵππον στυγέοισι λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ fr. 203.II light of this world, lifeἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος ἐς φάος αὐτίκα O. 6.44
ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες Πα. 12. 15, cf. O. 4.15, I. 6.62III light, gazeἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.40
II met.,I light ( of fame), splendourτόνδε κῶμον, χρονιώτατον φάος εὐρυσθενέων ἀρετᾶν O. 4.10
ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες, ἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος O. 10.23
cf. ] το βιότῳ φάος[ ?fr. 334a. 7.τίν γε μὲν ἀεθλοφόρου λήματος ἕνεκεν Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων δέδορκεν φάος N. 3.84
σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαί-νειν N. 4.38
of pers.,εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων, Ἀκραγαντίνων φάος I. 2.17
II light ( of hope); comfort, deliverance (cf. Fraenkel on Agam. 522.)ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν O. 5.14
ἐσσὶ δ' ἰατὴρ ἐπικαιρότατος, Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος the comfort you bring P. 4.270 ἐρευνασάτω μεγαλάνορος Ἡσυχίας τὸ φαιδρὸν φάος fr. 109. 2. of pers.,ἀστέρος οὐρανίου φαμὶ τηλαυγέστερον κείνῳ φάος ἐξικόμαν κε P. 3.75
III light (of recognition), cf. a. β. supra. ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων brought to birth I. 6.62c frag. τὸ δ' ἀλαθε[ ] κατέστα φάος[ ?fr. 337. 10. -
7 καθορμίζω
A bring a ship into harbour, bring to anchor,καθώρμισαν πρός τι πολισμάτιον Plb.1.53.10
codd. (dub.);τὸν στόλον εἰς τὸ νεώριον Plu.Cat.Mi.39
:—[voice] Pass., with [tense] aor. [voice] Med., come into harbour, put in,ἐς τὴν Ἔφεσον Th.3.32
, cf. 6.97, etc.: [tense] aor. 1 [voice] Pass., Anon.Hist. ( FGrH 160) ii 20 (iii B.C.), Plb.1.21.5, Plu.Sull.26; ὑπ' Ἀκραγαντίνων (Cobet ὑπ' ἄκραν τινὰ)καθωρμίσθησαν Polyaen.6.16.4
.2 metaph., ἐς τάσδε σαυτὸν πημονὰς καθώρμισας hast brought thyself to such miseries, A.Pr. 965;κ. ἑαυτὸν εἰς ἡσυχίαν Plu.2.455c
:—[voice] Pass., καθώρμισται ἡ κύστις ἐκ τῶν νεφρῶν is suspended from them, Arist. PA 671b25: metaph.,γένος ἐν μεταιχμίῳ ἀρετῆς καὶ κακίας -ισμένον Max.Tyr.30.3
; of logical dependence,τὰ αἴτια τὰ νοητά, εἰς ἃ διὰ νοῦ -ίζεται ἡ ἐπιστήμη Simp.
in de An.124.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθορμίζω
-
8 φάος
φάος, φάεος, τό, [dialect] Att. [var] contr. [full] φῶς, φωτός, and resolved [dialect] Ep. [full] φόως (φώωσδε, though read by Ar.Byz. and Aristarch., is to be rejected in Il.16.188); [dialect] Aeol. [full] φάος Sapph.Supp.25.9, but cf. φαυοφόρος:—Hom. uses φάος and φόως, never φῶς; of the oblique cases he uses only dat. sing. φάει and acc. pl. φάεα; dat. pl.Aφαέεσσι Hes.Fr.142.4
, Call. Dian. 211, etc.:— φάος is the only form used by Pi.: Trag. use φάος or φῶς, both in lyr. and dialogue, as metre requires: Com. use φάος in lyr. only, Ar.Eq. 973, Ra. 1529; φῶν is a late acc. in BCH51.380 (Cyme, Hymn to Isis); in Prose φῶς is the only form used in nom. and acc.: gen.φάους X.Cyr.4.2.9
, 26, Oec.9.3, Arist.de An. 429a3; dat. , Ch.62 (lyr.), S.Ph. 415, 1212 (lyr.), etc.: pl.,φάη B. 8.28
, Gal.18(2).250, AP7.373 (Thall.); gen.φαέων Arat.90
; dat.φάεσι Call.Dian.71
; in Prose gen. , Ax. 365c; dat.φωτί Luc. Musc.Enc.9
, etc. (φῷ E.Fr. 534
); pl.,φῶτα IG11(2).203
A33 (Delos, iii B. C.), etc.; gen. φώτων ib.42(1).110.43 (Epid., iv B. C.); dat. φωσί (v. infr. 1.2): ([etym.] φάω) . [ᾰ regularly; but Hom. always has [pron. full] ᾱ metri gr. in φᾱεα; and so dat. pl. φᾱεσι in Call.Dian.71]:—light, esp. daylight, ἤδηφ. ἦεν ἐπὶ χθόνα Od.23.371
;φ. οἴχεθ' ὑπὸ ζόφον 3.335
;κατέδυ λαμπρὸν φ. ἠελίοιο Il.1.605
;Ἠὼς.. Ζηνὶ φόως ἐρέουσα 2.49
;ἀθανάτοισι φόως φέροι Od.5.2
;νὺξ ἀποκρύψει φάος A.Pr.24
;τὸ τοῦ ἡλίου φῶς Pl.R. 515e
; πρὸς τὸ φῶς βλέπειν ibid.; οὐράνιον φῶς, αἰθέρος φῶς, S.Ant. 944 (lyr.), E.Ph. 809 (lyr.);ἡμέρας ἁγνὸν φάος Id.Fr. 443
;ἡμερήσιον φάος A.Ag.23
;τὸ ἡμερινὸν φῶς Pl.R. 508c
; ἐν φάει by daylight, Od.21.429; ἕως ἂν φῶς γένηται till daybreak, Pl.Prt. 311a; ἅμα φάει at daybreak, Plu.Cam.34;ἅμα τῷ φωτί Plb.1.30.10
, al.; ἕως ἔτι φῶς ἐστιν while there is still light, Pl.Phd. 89c;ἔτι φάους ὄντος X.Cyr.4.2.26
;κατὰ φάος νύκτας τε E.Ba. 425
(lyr.); κατὰ φῶς, opp. νύκτωρ, X.Cyr.3.3.25; also, of moon light and starlight,φαέεσσι σελήνης Hes.
l. c., cf. Pi.O.10(11).75, Bion Fr.8.5, etc.;ἀστέρος τηλαυγέστερον Pi.P.3.75
; τὰ φῶτα, sc. sun and moon, Ptol.Tetr.37,38.b in Poets, freq. in phrases concerning the life of men,ζώει καὶ ὁρᾷ φ. ἠελίοιο Il.18.61
, cf. Od.4.540, etc.;λείπειν φ. ἠελίοιο Hes.Op. 155
, Thgn.569; ἐς φάος οὐκ ἀνίεσκε, ἀκίκεσθε, Hes.Th. 157, 652;ζῇ τε καὶ βλέπει φάος A.Pers. 299
;ὅστις φῶς ὁρᾷ S.OT 375
;ὄντα ἐν φάει Id.Ph. 415
, etc.;Διὸς ἐν φάει E.Hec. 707
(lyr.); πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς, ἀναγαγεῖν εἰς φῶς, A.Pers. 630 (anap.), Ar.Av. 699 (anap.);πρὸς φῶς ἀνελθεῖν S.Ph. 625
;πρὸς φῶς ἄγειν Pl.Prt. 320d
;λείπω φάος Ar.Ach. 1185
(paratrag.); : but also εἰς φῶς ἰέναι to come into the light, i.e. into public, S.Ph. 1353; εἰς φῶς λέγειν ib. 581; τὸ φῶς κόσμον παρέχει light (i. e. publicity) is a guarantee for order, X.Ages.9.1.c simply a day,φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει E.Rh. 447
; νόστιμον βλέπειν φάος, = ἦμαρ, A.Pers. 261: pl., κρισίμων φαέων of critical days, AP11.382.11 (Agath.).2 the light of a torch, lamp, fire, etc.,τίς τοι φάος οἴσει; Od.19.24
, cf. 34,64;φάος πάντεσσι παρέξω 18.317
; (anap.);ποιεῖν X.HG6.2.29
; πρὸς φῶς πίνειν to drink by the fire, Id.Cyr.7.5.27; a light,φῶς ἔχων.. ἀφηγεῖτο Id.HG5.1.8
: pl., Plu.Pel.12, Ant.26, etc.; τὰ φ. the illuminations, IG11(2).203A33 (Delos, iii B. C.); μέσοις φωσίν at a moderate fire, Ps.-Democr.Alch.p.46 B., cf. Zos.Alch.pp.147,155 B.3 the light of the eyes, φάος ὀμμάτων, ὄσσων, Pind.N.10.40, Opp.H.4.525: pl., eyes,Od.
16.15, 19.417;τίεσκον ἴσον φαέεσσιν ἐμοῖσι Mosch.4.9
;φάη Gal.
l. c.: sg., of the Cyclops' eye, E.Cyc. 633.4 window, IG42(1).110.43 (Epid., iv B. C.), Plu.2.515b; opening in a machine, Heliod. ap. Orib.49.7.14.II light, as a metaph. for deliverance, happiness, victory, glory, etc.,καὶ τῷ μὲν φάος ἦλθεν Il.17.615
; ;ἐπὴν φάος ἐν νήεσσι θήῃς 16.95
;ἐν χερσὶ φόως 15.741
; [πύλαι] πετασθεῖσαι τεῦξαν φάος 21.538
;φ. ἀρετᾶν Pi.O.4.11
;δώμασιν φάος μέγα A.Pers. 300
, cf. S.Ant. 600 (lyr.), Aj. 709 (lyr.);λαμπρὸν φ. γένους Trag.Adesp.9
; of persons,ἤν πού τι φόως Δαναοῖσι γένωμαι Il.16.39
, cf. 8.282, etc.; esp. in addressing persons,ἦλθες, Τηλέμαχε, γλυκερὸν φάος Od.16.23
;ὦ φάος Ἑλλήνων Anacr.124
;Ἀκραγαντίνων φάος Pi.I.2.17
;ὦ φίλτατον φῶς S.El. 1224
, 1354;ὦ μέγιστον Ἕλλησιν φάος E.Hec. 841
; in late Prose, Anon. ap. Suid. s.v. ὦ φῶς: pl., AP7.373 (Thall.).b of God,ὁ θεὸς φ. ἐστί 1 Ep.Jo.1.5
;φ. καὶ ζωή ἐστιν ὁ θεὸς καὶ πατήρ Corp.Herm.1.21
; of Christ,φ. εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν Ev.Luc.2.32
, etc.2 with reference to illumination of the mind,τῆς ἀληθείας τὸ φῶς E.IT 1026
;φ. ἐν τῷ φιλοσοφεῖν Plu.2.77d
, cf. 47c;τὸ φ. τὸ ἐν σοί Ev.Matt.6.23
;τὸ φ. τῆς ζωῆς Ev.Jo.8.12
;ἐν τῷ φ. εἶναι 1 Ep.Jo.2.9
; τέκνα φωτός, ὅπλα τοῦ φ., Ep.Eph.5.8, Ep.Rom.13.12.
См. также в других словарях:
Ἀκραγαντίνων — Ἀκραγαντί̱νων , Ἀκραγαντῖνος fem gen pl Ἀκραγαντί̱νων , Ἀκραγαντῖνος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… … Dictionary of Greek